Να σβήσουμε τις «κόκκινες γραμμές»

Η συγχώνευση του πελατειακού κράτους
με τους προμάχους του κρατικού καπιταλισμού

Δημήτρης Ιωάννου

8 Μαΐου 2015

Σύνδεσμος δημοσίευσης

Η χώρα απειλείται σήμερα με καταστροφή διότι κυβερνάται από μία πολιτική δύναμη η οποία υποσχέθηκε προεκλογικά κάτι που ισοδυναμούσε με το ότι θα κλείδωνε το συρτάρι και θα προλάβαινε να βάλει τα κλειδιά μέσα. Υπόσχεση που έγινε δεκτή και πιστευτή από εκείνο το τμήμα των ψηφοφόρων που ήταν ευεπίφορο σε παρόμοιες ιδέες. Είναι, όμως, το πρόβλημα της χώρας μόνο αυτό, δηλαδή οι μη πραγματοποιήσιμες επαγγελίες της κυβέρνησης; Δυστυχώς όχι. Η ευθύνη του αδιεξόδου δεν ανήκει αποκλειστικά στην κυβέρνηση. Την μοιράζεται μαζί της και η αντιπολίτευση, η οποία την ανταγωνίζεται σε υποκρισία και δημοκοπία. Η συνεχής παραίνεση που ακούγεται εκ μέρους της, «κλείστε την συμφωνία αμέσως», όταν δεν συνοδεύεται από περιγραφή και επεξήγηση των όρων που πρέπει να περιλαμβάνει αυτή η συμφωνία, είναι εξ ίσου ανεύθυνη και παραπλανητική με την κυβερνητική αδολεσχία. Και μάλιστα, για να είμαστε δίκαιοι, πρέπει να παραδεχθούμε ότι η κυβέρνηση, ευρισκόμενη στο αδιέξοδο που η ίδια δημιούργησε και κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, έχει εξηγήσει σαφώς, έστω και υπό μορφή «εκβιαστικού διλήμματος», τους λόγους για τους οποίους δεν δύναται να συνάψει την πολυπόθητη συμφωνία με τους Ευρωπαίους και ως εκ τούτου, οδηγεί την χώρα στην καταστροφή. Έχει δηλαδή εξηγήσει ότι υπάρχουν τέσσερις «κόκκινες γραμμές» τις οποίες δεν μπορεί να υπερβεί οπισθοχωρώντας, και έχει διατυπώσει προς την αντιπολίτευση το –διόλου ρητορικό– ερώτημα: «Εσείς θα συνάπτατε μία συμφωνία στην οποία θα έπρεπε να δεχθείτε μείωση συντάξεων, μείωση μισθών, αποδοχή των ιδιωτικοποιήσεων και απελευθέρωση των απολύσεων;».

Πρόκειται για μία ερώτηση στην οποία, για ευνόητους λόγους, η αντιπολίτευση κωφεύει, προσποιούμενη ότι δεν την άκουσε, και συνεχίζει επαναλαμβάνοντας μονότονα την επωδό του «κλείστε την συμφωνία άμεσα». Δεν θα μπορούσε να κάνει διαφορετικά άλλωστε εφ’ όσον, πατροπαράδοτα παρ’ ημίν, η θέση της αντιπολίτευσης είναι να μη λέει δυσάρεστες αλήθειες, ή μάλλον να μη λέει καθόλου αλήθειες, αλλά μόνο να δίνει μη εκπληρώσιμες υποσχέσεις τις οποίες, συνήθως, η στρουθοκαμηλική μας κοινωνία, επικροτεί και υιοθετεί. Στη συγκεκριμένη, μάλιστα, περίπτωση θα πρέπει να αναγνωρίσει κανείς ότι υπάρχει κάποιο ίχνος συνέπειας στη στάση και της αντιπολίτευσης. Οι «κόκκινες γραμμές» που θέτει η κυβέρνηση, στην πραγματικότητα είναι και δικές της «κόκκινες γραμμές», πράγμα που τα κόμματα που άσκησαν την εξουσία μέχρι πρόσφατα το απέδειξαν περίτρανα. Το απέδειξαν, δηλαδή, με τον εμβαλωματικό τρόπο με τον οποίο εφάρμοσαν επί μία πενταετία το σταθεροποιητικό πρόγραμμα της ελληνικής οικονομίας, γνωστό και ως «Μνημόνιο», φροντίζοντας να θίξουν όσο το δυνατόν λιγότερο, φίλους, γνωστούς και –κυρίως– πολιτικούς πελάτες. Γιατί η αλήθεια, την οποία από κοινού αποκρύπτουν από την κοινή γνώμη κυβέρνηση και αντιπολίτευση, έγκειται στο ότι δεν είναι δυνατή η σύναψη κάποιας συμφωνίας με τους «δανειστές», εάν δεν ποδοπατηθούν και δεν κονιορτοποιηθούν οι «κόκκινες γραμμές». Μόνο που κάτι τέτοιο θα ήταν ιδιαίτερα οδυνηρό για όλον τον πολιτικό κόσμο, διότι σε πολύ μεγάλο βαθμό η παραβίαση των «κόκκινων γραμμών» σήμερα, ενώ δεν θα έχει δυσμενείς συνέπειες για τον απλό εργαζόμενο λαό, θα έχει καταστρεπτικές συνέπειες για το «βαθύ» πελατειακό κράτος, τον χώρο δηλαδή από τον οποίον τα κόμματα αντλούν –ή αντλούσαν μέχρι πρόσφατα–, κατά κύριο λόγο, την οργανωτική τους ισχύ και ενέργεια.

Στα πέντε προηγούμενα χρόνια, οι εφαρμόζοντες το «Μνημόνιο», υπονομεύοντάς το εκ των έσω ακόμη περισσότερο απ’ ότι το υπονόμευε η όποια αντιπολίτευση, φρόντιζαν να επιρρίπτουν το βάρος της υποτιθέμενης προσαρμογής κυρίως στους εργαζόμενους και στους άνεργους του ιδιωτικού τομέα, (και βεβαίως, μερικώς, στους απλούς εργαζόμενους του Δημοσίου), καταφέρνοντας, στο μέτρο του δυνατού, να περιορίσουν στο ελάχιστο τις απώλειες που υπέστη το «βαθύ» πελατειακό κράτος. Αυτό όμως δεν άρκεσε, για τον απλό λόγο ότι τον πλούτο της ελληνικής κοινωνίας, όσο περιορισμένος και αν είναι, δεν τον δημιουργεί ο κρατικο-κομματικός παρασιτισμός αλλά τα παραγωγικά τμήματα του ιδιωτικού τομέα, η απομύζηση των οποίων ήταν μοιραίο να οδηγήσει την οικονομία σε περιδίνηση. Ως εκ τούτου, σήμερα, δεν έχει απομείνει τίποτε άλλο στους απλούς εργαζόμενους και στους λίγους παραγωγικούς επιχειρηματίες το οποίο να μπορεί να λεηλατήσει το κομματικό πελατειακό κράτος, με αποτέλεσμα κάθε πολιτική ευθυγράμμισης της δαπάνης της οικονομίας με το παραγόμενο εισόδημα, όπως αυτή που επιχειρούν να επιβάλουν οι «δανειστές», να στρέφεται, υποχρεωτικά πλέον, στον περιορισμό των προνομίων του ιερού μόσχου του πελατειακού κράτους.

Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που οι τρεις, τουλάχιστον, από τις τέσσερις «κόκκινες γραμμές» που θέτει η κυβέρνηση, με την σιωπηρή και αιδήμονα

Read the rest of this entry »